- ξεφουρνίζω
- ξεφούρνισα, ξεφουρνίστηκα, ξεφουρνισμένος1. βγάζω κάτι από το φούρνο: Μόλις ξεφούρνισα τα ψωμιά.2. μτφ., παρουσιάζω ή λέω κάτι απρόοπτο: Τι ήταν αυτό που ξεφούρνισε ο φίλος σου στο τραπέζι;3. λέω ψέματα, παράδοξα: Αυτός ξεφούρνισε το νέο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.