ξεφουρνίζω

ξεφουρνίζω
ξεφούρνισα, ξεφουρνίστηκα, ξεφουρνισμένος
1. βγάζω κάτι από το φούρνο: Μόλις ξεφούρνισα τα ψωμιά.
2. μτφ., παρουσιάζω ή λέω κάτι απρόοπτο: Τι ήταν αυτό που ξεφούρνισε ο φίλος σου στο τραπέζι;
3. λέω ψέματα, παράδοξα: Αυτός ξεφούρνισε το νέο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ξεφουρνίζω — ξεφουρνίζω, ξεφούρνισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεφουρνίζω — 1. βγάζω κάτι από τον φούρνο 2. μτφ. παρουσιάζω ή λέω κάτι εντελώς απρόοπτα, απροσδόκητα, χωρίς να τό περιμένουν 3. (κατ επέκτ.) λέω ψέματα ή λέω παράδοξα πράγματα («κάθε φορά που έρχεται μάς ξεφουρνίζει και μια καινούργια ιστορία»). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… …   Dictionary of Greek

  • ξεφούρνισμα — το [ξεφουρνίζω] 1. εξαγωγή από τον φούρνο 2. μτφ. αιφνίδια και απροσδόκητη παρουσίαση ενός πράγματος …   Dictionary of Greek

  • φουρνίζω — φούρνισα, φουρνίστηκα, φουρνισμένος, μτβ. 1. βάζω κάτι στο φούρνο για να ψηθεί, κλιβανίζω. 2. φουρνίρω (βλ. λ.), ξεφουρνίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”